προπρύτανης

προπρύτανης
ο
ο πρύτανης της προηγούμενης περιόδου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προπρύτανης — ο, Ν ο προηγούμενος πρύτανης, ο πρύτανης τού προηγούμενου ακαδημαϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πρύτανης. Η λ., στον λόγιο τ. προπρύτανις, μαρτυρείται από το 1837 στους Ἑλληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”